αφήγημα — Λογοτεχνικό είδος του πεζού λόγου. Όπως φανερώνει και η ονομασία του, συγγενεύει περισσότερο με το διήγημα. Υπάρχουν όμως μεταξύ τους βασικές διαφορές. Το διήγημα έχει καθιερωθεί ως συγκεκριμένο είδος του γραπτού λόγου, παρότι που ως όρος δίνει… … Dictionary of Greek
εκφραστικότητα — η η ιδιότητα τού εκφραστικού, η ικανότητα να εκφράζει ή να εκφράζεται κάποιος ζωηρά και με ενέργεια, η παραστατικότητα, η γλαφυρότητα … Dictionary of Greek
ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της … Dictionary of Greek
ζωντανεύω — [ζωντανός] 1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν αναζωογονώ, τόν ξαναζωντανεύω 2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του 3.… … Dictionary of Greek
ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… … Dictionary of Greek
ηθογράφος — ο (AM ἠθογράφος) ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την… … Dictionary of Greek
παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… … Dictionary of Greek
περιγραφικός — ή, ό / περιγραφικός, ή, όν, ΝΑ [περιγραφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή νεοελλ. 1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος») 2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια… … Dictionary of Greek
περιγραφικότητα — η η ικανότητα τής παρουσίασης με ενάργεια, ζωντάνια και παραστατικότητα μιας εικόνας, πράξης ή σειράς πράξεων («αφηγήθηκε τα γεγονότα με θαυμαστή περιγραφικότητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιγραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. περιγραφικότης, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
Αλξήνωρ — (6ος αι. π.Χ.).Γλύπτης από τη Νάξο. Είναι γνωστός από επιγραφή πάνω σε μαρμάρινο ανάγλυφο που βρέθηκε στον Ορχομενό της Βοιωτίας, στο οποίο παριστάνεται γενειοφόρος άντρας να στηρίζεται στο ραβδί του και να προσφέρει παίζοντας μία ακρίδα στον… … Dictionary of Greek